visée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
visée | visées |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
visée (fr) θηλυκό
- η σκόπευση
- il stabilise sa visée et tire - σταθεροποιεί τη σκόπευσή του και πυροβολεί
- η βλέψη
- des visées ambitieuses - φιλόδοξες βλέψεις
- de hautes visées - υψηλές βλέψεις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη viser