visée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
visée visées

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

visée (fr) θηλυκό

  1. η σκόπευση
    il stabilise sa visée et tire - σταθεροποιεί τη σκόπευσή του και πυροβολεί
  2. η βλέψη
    des visées ambitieuses - φιλόδοξες βλέψεις
    de hautes visées - υψηλές βλέψεις

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη viser