vitriol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vitriol | vitriols |
vitriol (fr) αρσενικό
- το βιτριόλι
ενικός | πληθυντικός |
vitriol | vitriols |
vitriol (fr) αρσενικό