voltige
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voltige | voltiges |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]voltige (fr) θηλυκό
- άσκηση ακροβασίας
- ακροβατικά αεροπλάνων
- το σύνολο των ακροβασιών που γίνονται με άλογα
ενικός | πληθυντικός |
voltige | voltiges |
voltige (fr) θηλυκό