voluptuaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
voluptuaire | voluptuaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
voluptuaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) που γίνεται μόνο για την ευχαρίστηση
- (νομικός όρος) που αφορά δαπάνες για πολυτελή ή φανταιζί κτίσματα