voluptuaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
voluptuaire voluptuaires

Επίθετο

[επεξεργασία]

voluptuaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) που γίνεται μόνο για την ευχαρίστηση
  2. (νομικός όρος) που αφορά δαπάνες για πολυτελή ή φανταιζί κτίσματα