Μετάβαση στο περιεχόμενο

vorace

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

vorace (fr) αρσενικό


Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vorace voraci

vorace (it)