vorace
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]vorace (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vorace | voraci |
vorace (it)
vorace (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
vorace | voraci |
vorace (it)