vouch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | vouch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vouches |
αόριστος | vouched |
παθητική μετοχή | vouched |
ενεργητική μετοχή | vouching |
Ρήμα
[επεξεργασία]vouch (en)
ενεστώτας | vouch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | vouches |
αόριστος | vouched |
παθητική μετοχή | vouched |
ενεργητική μετοχή | vouching |
vouch (en)