Μετάβαση στο περιεχόμενο

vulcanologue

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
vulcanologue vulcanologues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vulcanologue (fr) και volcanologue αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη volcan