vulcanologue
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vulcanologue | vulcanologues |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vulcanologue (fr) και volcanologue αρσενικό ή θηλυκό
- → δείτε τη λέξη volcanologue
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη volcan