volcan
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
volcan | volcans |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]volcan (fr) αρσενικό
- (γεωγραφία) το ηφαίστειο
- (μεταφορικά) λέγεται για μια απότομη και επικίνδυνη βιαιότητα που εμφανίζεται ή παραμένει κρυφή
- ⮡ Il est assis sur un volcan.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- volcan - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- volcan - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online