vulgarisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vulgarisme vulgarismes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vulgarisme (fr) αρσενικό

παραδείγματα

[επεξεργασία]
  • donne-moi z'en (αντί για donne-m'en)
  • cent z'euros (αντί για cent euros)
  • ils croivent (αντί για ils croient)
  • ils voyent (αντί για ils voient)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη vulgaire