vulnerability
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vulnerability (en)
- (πληροφορική) κενό ασφάλειας, αδυναμία, τρωτότητα, προσβλητότητα[1]
- ≈ συνώνυμα: security hole
- δείτε επίσης: vulnerability (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- vulnerability στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «τρωτότητα», «προσβλητότητα» από αναζήτηση «vulnerability» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.