waiter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
waiter | waiters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- (επάγγελμα) ο σερβιτόρος, το γκαρσόνι
- ⮡ He’s a very efficient waiter; he served all of the customers by himself.
- Πολύ ικανό το γκαρσόνι· εξυπηρέτησε μόνο του όλους τους πελάτες.
- ⮡ He’s a very efficient waiter; he served all of the customers by himself.