waiter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
waiter waiters

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
waiter < wait + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

waiter (en) (θηλυκό waitress)