warsztat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

warsztat < γερμανική Werkstatt

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvarʃtat/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

warsztat (pl) αρσενικό

  1. ο πάγκος εργασίας
  2. το συνεργείο (επιχείρηση ή χώρος)
    warsztat samochodowy, warsztat naprawczy - συνεργείο αυτοκινήτων, συνεργείο επισκευών
  3. το εργαστήρι, το εργαστήριο (επιχείρηση ή χώρος)
    warsztat malarski - εργαστήρι ζωγραφικής

Συγγενικά[επεξεργασία]