warsztat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
warsztat < γερμανική Werkstatt
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
warsztat (pl) αρσενικό
- ο πάγκος εργασίας
- το συνεργείο (επιχείρηση ή χώρος)
- warsztat samochodowy, warsztat naprawczy - συνεργείο αυτοκινήτων, συνεργείο επισκευών
- το εργαστήρι, το εργαστήριο (επιχείρηση ή χώρος)
- warsztat malarski - εργαστήρι ζωγραφικής