συνεργείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνεργείο τα συνεργεία
      γενική του συνεργείου των συνεργείων
    αιτιατική το συνεργείο τα συνεργεία
     κλητική συνεργείο συνεργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεργείο < ελληνιστική κοινή συνέργειον < αρχαία ελληνική συνεργός < σύν + ἔργον
Συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνεργείο ουδέτερο

  1. η ομάδα ανθρώπων σε κοινή τεχνική εργασία
  2. ο χώρος εργασίας ομάδας ανθρώπων σε κοινή τεχνική εργασία
  3. (μηχανολογία) η τεχνική εγκατάσταση με απαραίτητο εξοπλισμό επισκευής μηχανών και εξαρτημάτων αυτών

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]