εξουσιοδοτημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξουσιοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξουσιοδοτώ
Μετοχή[επεξεργασία]
εξουσιοδοτημένος, -η, -ο
- που έχει πάρει εξουσιοδότηση για μια συγκεκριμένη ενέργεια, είναι κάτοχος σχετικής άδειας ή πληρεξουσίου
- Τα εξουσιοδοτημένα συνεργεία είναι πιο ακριβά
- Αρνήθηκα να του δείξω το περιεχόμενο της τσάντας μου λέγοντάς του ότι δεν είναι εξουσιοδοτημένος να ελέγχει πολίτες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξουσιοδοτημένος