washer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
washer | washers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]washer (en)
- (ανεπίσημο) μηχανή που πλένει, ένα πλυντήριο πιάτων ή πλυντήριο ρούχων
ενικός | πληθυντικός |
washer | washers |
washer (en)