wash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wash | washes |
wash (en)
- (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό, ειδικά βρετανική σημασία) το πλύσιμο, η πλύση, η πράξη του καθαρισμού κάποιου ή κάτι χρησιμοποιώντας νερό και συνήθως σαπούνι
- ↪ I give the car a wash.
- Κάνω ένα πλύσιμο στο αυτοκίνητο.
- ↪ My shirts are in the wash.
- Τα πουκάμισα μου είναι για πλύσιμο.
- ↪ The ink stains didn’t come out in the wash.
- Δε βγήκαν οι μελανιές με το πλύσιμο.
- ↪ Is the wash back?
- Γύρισε η πλύση;
- ↪ I give the car a wash.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | wash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | washes |
αόριστος | washed |
παθητική μετοχή | washed |
ενεργητική μετοχή | washing |
wash (en)
- (μεταβατικό) πλένω, καθαρίζω κάτι ή κάποιον χρησιμοποιώντας νερό και συνήθως σαπούνι
- ↪ I wash my hands/my face.
- Πλένω τα χέρια μου/ το πρόσωπό μου.
- ↪ I wash something with detergent/with hot water.
- Πλένω κάτι με απορρυπαντικό/με ζεστό νερό.
- ↪ I wash my hands/my face.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πλένω, πλένομαι, καθαρίζω τον εαυτό μου χρησιμοποιώντας νερό και συνήθως σαπούνι
- ↪ Go and wash (yourself).
- Πήγαινε να πλυθείς.
- ↪ She washed her tears away.
- Έπλυνε τα δάκρυά της.
- ↪ Go and wash (yourself).
- (αμετάβατο, για ρούχα, ύφασμα κτλ.) πλένομαι, μπορεί να πλυθεί χωρίς να χάσει χρώμα ή να καταστραφεί
- ↪ This material washes well.
- Αυτό το ύφασμα πλένεται καλά.
- ↪ This material washes well.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πλένω, το νερό ρέει ή μεταφέρει κάτι ή κάποιον προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ↪ The rain washed the trees clean/the dust off.
- Η βροχή έπλυνε τα δέντρα/τη σκηνή.
- ↪ The rain washed the trees clean/the dust off.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- wash (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- wash (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 711, 716. ISBN 9780194325684., λήμμα: πλένω, πλύση, πλύσιμο