wash

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
wash washes

wash (en)

  • (μετρήσιμο, συνήθως στον ενικό, ειδικά βρετανική σημασία) το πλύσιμο, η πλύση, η πράξη του καθαρισμού κάποιου ή κάτι χρησιμοποιώντας νερό και συνήθως σαπούνι
    I give the car a wash.
    Κάνω ένα πλύσιμο στο αυτοκίνητο.
    My shirts are in the wash.
    Τα πουκάμισα μου είναι για πλύσιμο.
    The ink stains didn’t come out in the wash.
    Δε βγήκαν οι μελανιές με το πλύσιμο.
    Is the wash back?
    Γύρισε η πλύση;

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας wash
γ΄ ενικό ενεστώτα washes
αόριστος washed
παθητική μετοχή washed
ενεργητική μετοχή washing

wash (en)

  1. (μεταβατικό) πλένω, καθαρίζω κάτι ή κάποιον χρησιμοποιώντας νερό και συνήθως σαπούνι
    I wash my hands/my face.
    Πλένω τα χέρια μου/ το πρόσωπό μου.
    I wash something with detergent/with hot water.
    Πλένω κάτι με απορρυπαντικό/με ζεστό νερό.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλένω, πλένομαι, καθαρίζω τον εαυτό μου χρησιμοποιώντας νερό και συνήθως σαπούνι
    Go and wash (yourself).
    Πήγαινε να πλυθείς.
    She washed her tears away.
    Έπλυνε τα δάκρυά της.
  3. (αμετάβατο, για ρούχα, ύφασμα κτλ.) πλένομαι, μπορεί να πλυθεί χωρίς να χάσει χρώμα ή να καταστραφεί
    This material washes well.
    Αυτό το ύφασμα πλένεται καλά.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) πλένω, το νερό ρέει ή μεταφέρει κάτι ή κάποιον προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    The rain washed the trees clean/the dust off.
    Η βροχή έπλυνε τα δέντρα/τη σκηνή.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]