wash down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας wash down
γ΄ ενικό ενεστώτα washes down
αόριστος washed down
παθητική μετοχή washed down
ενεργητική μετοχή washing down

Ετυμολογία [επεξεργασία]

wash down < → δείτε τις λέξεις wash και down

Ρήμα[επεξεργασία]

wash down (en)

  • πλένω, καθαρίζω κάτι μεγάλο ή μια επιφάνεια με πολύ νερό
    I wash down a car/the deck/the walls.
    Πλένω ένα αυτοκίνητο/το κατάστρωμα/τους τοίχους.

Πηγές[επεξεργασία]