Μετάβαση στο περιεχόμενο

wash up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας wash up
γ΄ ενικό ενεστώτα washes up
αόριστος washed up
παθητική μετοχή washed up
ενεργητική μετοχή washing up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
wash up <  δείτε τις λέξεις wash και up

wash up (en)

  1. (βρετανικά αγγλικά) πλένω τα πιάτα
    παράδειγμα  I will help you wash up.
    Θα σε βοηθήσω να πλύνεις τα πιάτα.
  2. (αμερικανικά αγγλικά) πλένω το πρόσωπο και τα χέρια μου
    παράδειγμα  I will shave and wash up/get washed up.
    Θα ξυριστώ και θα πλυθώ.
  3. (συνήθως στην παθητική φωνή) ξεβράζω, εκβράζω, βγάζω στην ακτή με την ώθηση από το κύμα της θάλασσας
    παράδειγμα  All this timber was washed up by the waves.
    Τα κύματα ξέβρασαν όλη αυτή την ξυλεία.
    παράδειγμα  His body was washed up by the waves.
    Το πτώμα του εκβράστηκε από τα κύματα.