wash up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | wash up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | washes up |
αόριστος | washed up |
παθητική μετοχή | washed up |
ενεργητική μετοχή | washing up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
wash up (en)
- (βρετανικά αγγλικά) πλένω τα πιάτα
- ↪ I will help you wash up.
- Θα σε βοηθήσω να πλύνεις τα πιάτα.
- ↪ I will help you wash up.
- (αμερικανικά αγγλικά) πλένω το πρόσωπο και τα χέρια μου
- ↪ I will shave and wash up/get washed up.
- Θα ξυριστώ και θα πλυθώ.
- ↪ I will shave and wash up/get washed up.
- (συνήθως στην παθητική φωνή) ξεβράζω, εκβράζω, βγάζω στην ακτή με την ώθηση από το κύμα της θάλασσας
- ↪ All this timber was washed up by the waves.
- Τα κύματα ξέβρασαν όλη αυτή την ξυλεία.
- ↪ His body was washed up by the waves.
- Το πτώμα του εκβράστηκε από τα κύματα.
- ↪ All this timber was washed up by the waves.