week
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
week | weeks |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
week (en)
- η εβδομάδα
- ↪ in the middle of the week - στα μέσα της εβδομάδας
ενικός | πληθυντικός |
week | weeks |
week (en)