Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Αγγλικά
(en)
Εναλλαγή Αγγλικά
(en)
υποενότητας
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.1.2
Παράγωγα
1.1.3
Σύνθετα
1.2
Πηγές
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
week
84 γλώσσες
Afrikaans
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
Беларуская
Banjar
বাংলা
Brezhoneg
Català
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Gàidhlig
Galego
हिन्दी
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Interlingue
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Māori
മലയാളം
Bahasa Melayu
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk nynorsk
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
پښتو
Português
Română
Русский
Sängö
සිංහල
Simple English
Slovenčina
Gagana Samoa
Soomaaliga
Shqip
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
ئۇيغۇرچە / Uyghurche
Українська
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Vèneto
Tiếng Việt
Volapük
粵語
中文
閩南語 / Bân-lâm-gú
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
week
weeks
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
week
(en)
η
εβδομάδα
⮡
in the middle of the
week
- στα μέσα της
εβδομάδας
Πολυλεκτικοί όροι
[
επεξεργασία
]
Holy Week
Παράγωγα
[
επεξεργασία
]
weekly
Σύνθετα
[
επεξεργασία
]
weekday
weekend
workweek
Πηγές
[
επεξεργασία
]
week
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
week
84 γλώσσες
Προσθήκη θέματος