week
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
week
weeks
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
week
(en)
η
βδομάδα
, η
εβδομάδα
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
weekly
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
Беларуская
বাংলা
Brezhoneg
Català
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Gàidhlig
Galego
हिन्दी
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Interlingue
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Latviešu
Malagasy
Māori
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Norsk nynorsk
Norsk
Occitan
Oromoo
Polski
پښتو
Português
Română
Русский
Sängö
Simple English
Slovenčina
Gagana Samoa
Soomaaliga
Shqip
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
ئۇيغۇرچە / Uyghurche
Українська
اردو
Oʻzbekcha / ўзбекча
Vèneto
Tiếng Việt
Volapük
中文
Bân-lâm-gú