Μετάβαση στο περιεχόμενο

weekday

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
weekday weekdays

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
weekday < week + day

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

weekday (en)

  • η καθημερινή
    παράδειγμα  I’m always busy on weekdays.
    Είμαι πάντα απασχολημένος τις καθημερινές.

Συγγενικά

[επεξεργασία]