welcomed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

welcomed (en)

  1. αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του welcome

Επίθετο[επεξεργασία]

welcomed (en)

  1. o καλωσορισμένος, που δέχτηκε καλωσόρισμα, που τον δέχτηκαν ευχάριστα, ίσως και με λαχτάρα, με χαρά, αδημονία