whomever
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Αντωνυμία
[επεξεργασία]whomever (en)
- (ερωτηματική αντωνυμία, επίσημο) όποιον
- ↪ I speak with whomever I see on the street.
- Μιλάω με όποιον δω στον δρόμο.
- ↪ Volunteer work is done only by whomever wants to and (by whomever) can.
- Η προαιρετική εργασία γίνεται μόνο από όποιον θέλει και (από όποιον) μπορεί.
- ↪ I speak with whomever I see on the street.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- whoever χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο
- ↪ I speak with whoever I see on the street.
- Μιλάω με όποιον δω στον δρόμο.
- ↪ I speak with whoever I see on the street.