Μετάβαση στο περιεχόμενο

whomever

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
whomever < whom + ever

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

whomever (en)

  • (ερωτηματική αντωνυμία, επίσημο) όποιον
      I speak with whomever I see on the street.
    Μιλάω με όποιον δω στον δρόμο.
      Volunteer work is done only by whomever wants to and (by whomever) can.
    Η προαιρετική εργασία γίνεται μόνο από όποιον θέλει και (από όποιον) μπορεί.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • whoever χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο
      I speak with whoever I see on the street.
    Μιλάω με όποιον δω στον δρόμο.