więzień
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
więzień (pl) αρσενικό
- ο φυλακισμένος
- ο κρατούμενος
- więzień kryminalny, polityczny - ποινικός, πολιτικός κρατούμενος
Κλιτή μορφή ουσιαστικού[επεξεργασία]
więzień (pl)
- więzienie, στη γενική του πληθυντικού