willow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: wallow
      ενικός         πληθυντικός  
willow willows

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

willow (en)