won't
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
- (αρνητικό modal verb) αρντική μορφή του will, δεν (θα)
- ↪ I won't (=will not) go to school tomorrow.
- Δεν θα πάω σχολείο αύριο.
- ↪ These stains won’t come out.
- Αυτοί οι λεκέδες δεν βγαίνουν με τίποτα.
- ↪ I won't (=will not) go to school tomorrow.