workaround
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈwɜːk.əɹaʊnd/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
workaround (en)
- τέχνασμα υπερπήδησης φυσικού ή νοερού εμποδίου
- (μειωτικό) ψευτολύση, πλαστή λύση που απλώς αποφεύγει τα δύσκολα ερωτήματα
- (πληροφορική) πρόχειρο, έμμεσο, εναλλακτικό τέχνασμα για την επίτευξη σκοπού, όταν το άμεσο δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί. Συνήθως σε ασυμβατότητες λογισμικού (software) ή υλικού (hardware)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- workaround στην αγγλική Βικιπαίδεια