workaround

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈwɜːk.əɹaʊnd/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

workaround (en)

  1. τέχνασμα υπερπήδησης φυσικού ή νοερού εμποδίου
  2. (μειωτικό) ψευτολύση, πλαστή λύση που απλώς αποφεύγει τα δύσκολα ερωτήματα
  3. (πληροφορική) πρόχειρο, έμμεσο, εναλλακτικό τέχνασμα για την επίτευξη σκοπού, όταν το άμεσο δεν είναι δυνατό να εφαρμοστεί. Συνήθως σε ασυμβατότητες λογισμικού (software) ή υλικού (hardware)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • workaround στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια