wormy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | wormy |
συγκριτικός | wormier |
υπερθετικός | wormiest |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
wormy (en)
- σκουληκιασμένος, που περιέχει σκουλήκια
- ↪ wormy fruits - σκουληκιασμένα φρούτα