worsening

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

worsening (en)

  1. μετοχή ενεστώτα του ρήματος worsen


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

worsening (en)

  1. η χειροτέρευση, η επιδείνωση