worsen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας worsen
γ΄ ενικό ενεστώτα worsens
αόριστος worsened
παθητική μετοχή worsened
ενεργητική μετοχή worsening

Ετυμολογία [επεξεργασία]

worsen < worse + -en

Ρήμα[επεξεργασία]

worsen (en)

Πηγές[επεξεργασία]