wschód
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- wschód < → δείτε τη λέξη wschodzić
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wschód (pl) αρσενικό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- na wschód: ανατολικά (προς την ανατολή)