wschód
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- wschód < → δείτε τη λέξη wschodzić
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]wschód (pl) αρσενικό
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- na wschód: ανατολικά (προς την ανατολή)