wujek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

wujek < υποκοριστικό του wuj

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wujek (pl) αρσενικό

  1. (γενικότερα) ο θείος
  2. (ειδικότερα) ο αδελφός της μητέρας σε αντίθεση με το stryj (αδελφός του πατέρα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]