yearn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | yearn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | yearns |
αόριστος | yearned |
παθητική μετοχή | yearned |
ενεργητική μετοχή | yearning |
Ρήμα
[επεξεργασία]- λαχταρώ
- All I yearn for is a simple life. - Όλο κι όλο/Το μόνο που λαχταρώ είναι μια απλή ζωή.