yet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
yet < αγγλοσαξονικά ġīet
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
yet (en)
- μέχρι στιγμής, ακόμη
- He has never yet been late for an appointment.
- I’m not yet wise enough to answer that.
- When she started school, the child was not yet able to tie her shoe laces.
- συνεχώς μέχρι κάποιο χρονικό σημείο, ακόμη
- The workers went to the factory early and are striking yet.
- σε κάποιο χρονικό σημείο του μέλλοντος, τελικά
- The riddle will be solved yet.
- επιπλέον, ακόμη
- There are two hours yet to go until our destination.
[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
yet (en)
- ωστόσο, παρ'όλα αυτά
- I thought I knew you, yet how wrong I was.