zakładać

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

zakładać (pl) (μη τετελεσμένο: założyć)

  1. υποθέτω, θεωρώ
  2. επιθέτω, βάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
  3. (για ρούχα, καπέλο, γυαλιά κλπ.) φορώ
  4. ιδρύω, φτιάχνω

Συγγενικά[επεξεργασία]