zakładać
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
zakładać (pl) (μη τετελεσμένο: założyć)
- υποθέτω, θεωρώ
- επιθέτω, βάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
- (για ρούχα, καπέλο, γυαλιά κλπ.) φορώ
- ιδρύω, φτιάχνω