zoophage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
zoophage < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
zoophage zoophages

zoophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]