zwinglien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | zwinglien | zwingliens |
θηλυκό | zwinglienne | zwingliennes |
Επίθετο[επεξεργασία]
zwinglien (fr)
- σχετικός με τον Ζβίγγλιο, ενός από τους πρωταγωνιστές της προτεσταντικής Μεταρρύθμισης