échouement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
échouement | échouements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
échouement (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η τυχαία προσάραξη ενός πλωτού μέσου
ενικός | πληθυντικός |
échouement | échouements |
échouement (fr) αρσενικό