épaississant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | épaississant | épaississants |
θηλυκό | épaississante | épaississantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
épaississant (fr)
- που αυξάνει το ιξώδες ενός διαλύμματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη épais