Αἰθίοψ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Αἰθίοψ αρσενικό (θηλυκό: Αἰθιοπίς)
- κυριολεκτικά: που έχει καμένο πρόσωπο, που μοιάζει καμένος
- που ανήκει στη μαύρη φυλή, ο μαύρος
- ο Αιθίοπας
- είδος ψαριού
- (ως επίθετο) αιθιοπικός
- (ως επίθετο) καστανοκόκκινος
Πηγές
[επεξεργασία]- Αἰθίοψ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Αἰθίοψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.