άδικο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ)
Γραμμή 62: Γραμμή 62:
* {{en}} : {{τ|en|be wrong|iw=wrong|link=wrong}}
* {{en}} : {{τ|en|be wrong|iw=wrong|link=wrong}}
{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
* {{fr}} : {{τ|fr|avoir tort}}
* {{fr}} : {{τ|fr|avoir tort|noentry=1}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 05:00, 25 Μαΐου 2011

Δείτε επίσης: -άδικο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άδικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άδικος

Ουσιαστικό

άδικο ουδέτερο

  1. άδικη πράξη, αδικία
    με πνίγει το άδικο
  2. έχω άδικο: κάνω λάθος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αδικο'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'άδικο'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αδικο».