ακονίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ) |
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{προσχέδιο|el}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ακονίζω]] < {{αρχ}} [[ἀκονάω]] |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
# τύπος του ρήματος [[ακονίζω]] για αντικείμενα |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
#: το ξίφος '''ακονίστηκε''' |
|||
{| style="background:#F5F5DC" border=3 align=right |
|||
! colspan="2" style="background:#8FBC8F" | <center> '''Αρχικοί Χρόνοι''' </center> |
|||
|----- |
|||
! style="background:#c0e4c0" colspan="1" |Ενεστώτας |
|||
| '''ακονίζομαι''' |
|||
|----- |
|||
! style="background:#c0e4c0" colspan="1" |Παρατατικός |
|||
| '''ακονιζόμουν''' |
|||
|----- |
|||
! style="background:#c0e4c0" colspan="1" |Μέλλοντας Στ. |
|||
| '''θα ακονιστώ''' |
|||
|----- |
|||
! style="background:#c0e4c0" colspan="1" |Μέλλοντας Διαρκείας |
|||
| '''θα ακονίζομαι''' |
|||
|----- |
|||
! style="background:#c0e4c0" colspan="1" |Αόριστος |
|||
| '''ακονίστηκα''' |
|||
|----- |
|||
! style="background:#c0e4c0" colspan="1" |Παρακείμενος |
|||
| '''έχω ακονιστεί''' |
|||
|------ |
|||
! style="background:#c0e4c0" colspan="1" |Υπερσυντέλικος |
|||
| '''είχα ακονιστεί''' |
|||
|------ |
|||
! style="background:#c0e4c0" colspan="1" |Συντελεσμένος Μελ. |
|||
| '''θα έχω ακονιστεί''' |
|||
|------ |
|||
! style="background:#c0e4c0" colspan="1" |Μετοχή παθ. παρ. |
|||
| '''ακονισμένος''' |
|||
|------ |
|||
|} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|be sharpened}} |
|||
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 08:30, 9 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακονίζομαι < ακονίζω < αρχαία ελληνική ἀκονάω
Ρήμα
ακονίζομαι
- τύπος του ρήματος ακονίζω για αντικείμενα
- το ξίφος ακονίστηκε
Ενεστώτας | ακονίζομαι |
---|---|
Παρατατικός | ακονιζόμουν |
Μέλλοντας Στ. | θα ακονιστώ |
Μέλλοντας Διαρκείας | θα ακονίζομαι |
Αόριστος | ακονίστηκα |
Παρακείμενος | έχω ακονιστεί |
Υπερσυντέλικος | είχα ακονιστεί |
Συντελεσμένος Μελ. | θα έχω ακονιστεί |
Μετοχή παθ. παρ. | ακονισμένος |
Μεταφράσεις
ακονίζομαι
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ακονιζομαι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ακονίζομαι'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ακονιζομαι».