ανεμπόδιστα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή κλείδας ταξινόμησης |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 67: | Γραμμή 67: | ||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
* {{πτώσειςΟΑΚπλ|ανεμπόδιστο}} |
* {{πτώσειςΟΑΚπλ|ανεμπόδιστο}} |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 23:36, 19 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανεμπόδιστα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του ανεμπόδιστος
Επίρρημα
ανεμπόδιστα (τροπικό)
Μεταφράσεις
ανεμπόδιστα
|
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ανεμπόδιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανεμπόδιστο