τραυματίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[mg:τραυματίας]] |
[[mg:τραυματίας]] |
Αναθεώρηση της 11:15, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραυματίας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τραυματίας αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει υποστεί τραυματισμό, ο τραυματισμένος
- ο απολογισμός του τραγικού τροχαίου ήταν δύο νεκροί και δύο τραυματίες