ευαισθητοποιώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ευαίσθητος]] + [[ποιώ]] |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' ([[ευαισθητοποιούμαι]]) |
||
# παρακινώ κάποιον να δείξει ευαισθησία για ένα κοινωνικό θέμα ή δημιουργώ τις συνθήκες που θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον και την ευαισθησία άλλων πολιτών |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
===={{αντώνυμα}}==== |
|||
*[[αναισθητοποιώ]] |
|||
*[[απευαισθητοποιώ]] |
|||
====Ενεργητικό==== |
|||
{{el-κλίσ-'λαλώ'|ευαισθητοποι|ευαισθητοποί}} |
|||
====Μεσοπαθητικό==== |
|||
{{el-κλίσ-'θεωρούμαι'|ευαισθητοποι}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|sensitize}} |
|||
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 07:53, 4 Αυγούστου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευαισθητοποιώ < ευαίσθητος + ποιώ
Ρήμα
ευαισθητοποιώ (ευαισθητοποιούμαι)
- παρακινώ κάποιον να δείξει ευαισθησία για ένα κοινωνικό θέμα ή δημιουργώ τις συνθήκες που θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον και την ευαισθησία άλλων πολιτών
Αντώνυμα
Ενεργητικό
Ενεργητική φωνή
|
Μεσοπαθητικό
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ευαισθητοποιούμαι | ευαισθητοποιούμουν | θα ευαισθητοποιούμαι | να ευαισθητοποιούμαι | ||
β' ενικ. | ευαισθητοποιείσαι | ευαισθητοποιούσουν | θα ευαισθητοποιείσαι | να ευαισθητοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | ευαισθητοποιείται | ευαισθητοποιούνταν | θα ευαισθητοποιείται | να ευαισθητοποιείται | ||
α' πληθ. | ευαισθητοποιούμαστε | ευαισθητοποιούμασταν ευαισθητοποιούμαστε |
θα ευαισθητοποιούμαστε | να ευαισθητοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | ευαισθητοποιείστε | ευαισθητοποιούσασταν ευαισθητοποιούσαστε |
θα ευαισθητοποιείστε | να ευαισθητοποιείστε | ευαισθητοποιείστε | |
γ' πληθ. | ευαισθητοποιούνται | ευαισθητοποιούνταν | θα ευαισθητοποιούνται | να ευαισθητοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ευαισθητοποιήθηκα | θα ευαισθητοποιηθώ | να ευαισθητοποιηθώ | ευαισθητοποιηθεί | ||
β' ενικ. | ευαισθητοποιήθηκες | θα ευαισθητοποιηθείς | να ευαισθητοποιηθείς | ευαισθητοποιήσου | ||
γ' ενικ. | ευαισθητοποιήθηκε | θα ευαισθητοποιηθεί | να ευαισθητοποιηθεί | |||
α' πληθ. | ευαισθητοποιηθήκαμε | θα ευαισθητοποιηθούμε | να ευαισθητοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | ευαισθητοποιηθήκατε | θα ευαισθητοποιηθείτε | να ευαισθητοποιηθείτε | ευαισθητοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | ευαισθητοποιήθηκαν ευαισθητοποιηθήκαν(ε) |
θα ευαισθητοποιηθούν(ε) | να ευαισθητοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ευαισθητοποιηθεί | είχα ευαισθητοποιηθεί | θα έχω ευαισθητοποιηθεί | να έχω ευαισθητοποιηθεί | ευαισθητοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις ευαισθητοποιηθεί | είχες ευαισθητοποιηθεί | θα έχεις ευαισθητοποιηθεί | να έχεις ευαισθητοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ευαισθητοποιηθεί | είχε ευαισθητοποιηθεί | θα έχει ευαισθητοποιηθεί | να έχει ευαισθητοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ευαισθητοποιηθεί | είχαμε ευαισθητοποιηθεί | θα έχουμε ευαισθητοποιηθεί | να έχουμε ευαισθητοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ευαισθητοποιηθεί | είχατε ευαισθητοποιηθεί | θα έχετε ευαισθητοποιηθεί | να έχετε ευαισθητοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ευαισθητοποιηθεί | είχαν ευαισθητοποιηθεί | θα έχουν ευαισθητοποιηθεί | να έχουν ευαισθητοποιηθεί |