bollard: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
σχ
Γραμμή 5: Γραμμή 5:
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}}
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{α}}
# {{ναυτ|fr}} [[δέστρα]]
# {{ναυτ|fr}} [[δέστρα]]

===={{σχετικό λεξιλόγιο}}====
* {{βλ|écluse}}


[[en:bollard]]
[[en:bollard]]

Αναθεώρηση της 17:58, 30 Απριλίου 2014

Γαλλικά (fr)

μια δέστρα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
bollard bollards

bollard (fr) αρσενικό

  1. Πρότυπο:ναυτ δέστρα

Πρότυπο:σχετικό λεξιλόγιο

  • → δείτε τη λέξη écluse