ολέθριος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 29: | Γραμμή 29: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|catastrophic}}, {{τ|en|destructive}} |
* {{en}} : {{τ|en|disastrous}}, {{τ|en|catastrophic}}, {{τ|en|destructive}} |
||
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 08:39, 14 Ιουνίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ολέθριος < αρχαία ελληνικά, ὀλέθριος < ὄλλυμι < ὀλύω
Επίθετο
ολέθριος, -α, -ο
- που φέρνει τον όλεθρο, που προκαλεί τεράστιες απώλειες, που είναι πολύ καταστρεπτικός, π.χ.
- Αυτό ήταν ολέθριο λάθος
- Διερευνάται μήπως τα γενετικά μεταλλαγμένα τρόφιμα έχουν ολέθριες επιπτώσεις στο οικοσύστημα
- Δυστυχώς, διαμορφώθηκαν ολέθριες συνθήκες
Συγγενικά
- όλεθρος
- πανωλεθρία
- απώλεια
- ολοφυρμός
- ολολύζω
- ολοός (αρχ. ο φονικός)
- ολέτης (αρχ. φονιάς)
- ολεσήνωρ (αρχ. εκείνος που σκότωνε ανθρώπους)
Μεταφράσεις
ολέθριος