market
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
market | markets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
market (en)
- η αγορά, το μέρος
- ↪ an open-air market - υπαίθρια αγορά
- (μόνο ενικός) η αγορά, το εμπόριο ενός συγκεκριμένου τύπου αγαθών
- ↪ market research - έρευνα της αγοράς
- ↪ There is a glut of videos in the market.
- Υπάρχει κορεσμός βίντεο στην αγορά.