objet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
objet | objets |
objet (fr) αρσενικό
- το αντικείμενο
- ο λόγος
- το θέμα
ενικός | πληθυντικός |
objet | objets |
objet (fr) αρσενικό