réunionite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
réunionite | réunionites |
réunionite (fr) θηλυκό
- (οικείο) ο πολλαπλασιασμός των συγκεντρώσεων σε μια εταιρεία, οργανισμό, κ.α., συνήθως χωρίς επαρκή λόγο