évacuant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- évacuant < évacuer
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | évacuant | évacuants |
θηλυκό | évacuante | évacuantes |
évacuant (fr)
- (ιατρική) εκκενωτικός, που δρα εναντίον της δυσκοιλιότητας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη évacuer